βολοδέρνω

βολοδέρνω
-ειρα, -άρθηκα, βολοδαρμένος
1. σπάζω τους βόλους χωραφιού.
2. μτφ., ταλαιπωρώ, βασανίζω: Τον βολοδέρνει η φτώχεια.
3. ταλαιπωρούμαι, βασανίζομαι: Βολοδέρνω από τότε που έφυγα από το σπίτι των γονιών μου.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • βολοδέρνω — βολοδέρνω, βολόδειρα βλ. πίν. 120 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • νταλοδέρνω — 1. χάνω τη σταθερότητα μου στο βάδισμα, τρικλίζω 2. παραδέρνω, βολοδέρνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < Πιθ. από συμφυρμό τών νταλώνω + δέρνω] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”