- βολοδέρνω
- -ειρα, -άρθηκα, βολοδαρμένος1. σπάζω τους βόλους χωραφιού.2. μτφ., ταλαιπωρώ, βασανίζω: Τον βολοδέρνει η φτώχεια.3. ταλαιπωρούμαι, βασανίζομαι: Βολοδέρνω από τότε που έφυγα από το σπίτι των γονιών μου.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.